- ζευγαρωμένος
- η , ο[ν]1) соединённый парами; 2) запряжённый попарно; 3) спаренный (о животных)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αζευγάρωτος — η, ο [ζευγαρώνω] 1. (για πρόσωπα) ο μη ζευγαρωμένος, αυτός που δεν έχει ταίρι, ανέραστος, άγαμος 2. (για ζώα) αυτός που δεν ζευγάρωσε, ο ασυνουσίαστος 3. (για δύο πράγματα παράταιρα) ανόμοιος, αταίριαστος … Dictionary of Greek
ζευγαρωτός — ή, ό [ζευγαρώνω] 1. αυτός που αποτελεί ζεύγος με κάποιον άλλον, ο ζευγαρωμένος 2. το ουδ. ως ουσ. το ζευγαρωτό το ζευγάρι. επίρρ... ζευγαρωτά ανά δύο … Dictionary of Greek
ζευγαρώνω — ζευγαρώνω, ζευγάρωσα, ζευγαρωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ζευγαρωτός — ή, ό ζευγαρωμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζευγαρώνω — ζευγάρωσα, ζευγαρώθηκα, ζευγαρωμένος 1. μτβ., σχηματίζω ζευγάρι, ενώνω ανά δύο: Ζευγαρώνω τα περιστέρια. 2. αμτβ., βρίσκω το ταίρι μου, ενώνομαι με κάποιον: Την άνοιξη ζευγαρώνουν τα πουλιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)